ἀφοσιωμένους

ἀφοσιωμένους
ἀφοσιόω
purify from guilt
pres part mp masc acc pl (doric aeolic)
ἀφοσιόω
purify from guilt
pres part mp masc acc pl (doric aeolic)
ἀ̱φοσιωμένους , ἀφοσιόω
purify from guilt
perf part mp masc acc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ορεστειακά — Έτσι ονομάστηκαν τα αιματηρά επεισόδια που έγιναν τον Νοέμβριο του 1903 στην Αθήνα, όταν το Βασιλικό θέατρο ανέβασε την Ορέστεια του Αισχύλου, μεταφρασμένη σε απλή νεοελληνική γλώσσα από τον καθηγητή του πανεπιστημίου Γεώργιο Σωτηριάδη. Ο άκρως… …   Dictionary of Greek

  • μελανοχίτωνας — ο (Α μελαγχίτων, ωνος, ὁ, ἡ, Μ μελαχίτων) αυτός που φορά μαύρο χιτώνα νεοελλ. πληθ. οι μελανοχίτωνες α) ονομασία τών ιταλικών φασιστικών ομάδων που ίδρυσε ο Μπ. Μουσολίνι από αφοσιωμένους οπαδούς του, οι οποίοι φορούσαν μαύρα χιτώνια β) επίλεκτο… …   Dictionary of Greek

  • Παπουλάκος — Παρωνύμιο που δόθηκε από τον λαό της Πελοποννήσου σε δύο διαδοχικά δημαγωγούς καλόγερους. Ο πρώτος Π., γνωστός επίσης και ως Ευγένιος ο Αγιοπατέρας, έδρασε κατά τα χρόνια της Επανάστασης στην περιοχή της Αχαΐας και της Ηλείας. Σκηνοθετώντας… …   Dictionary of Greek

  • Σέκου, μονή — Ονομαστό μοναστήρι στη Μολδαβία, στο οποίο είχαν καταφύγει οι οπλαρχηγοί Γιωργάκης Ολύμπιος και Ιωάννης Φαρμάκης, μετά την αποτυχία του κινήματος του Υψηλάντη, το Σεπτέμβριο του 1821. Οι δυο οπλαρχηγοί κλείστηκαν εκεί με 450 άντρες και… …   Dictionary of Greek

  • Συχαίος — Μυθολογικό πρόσωπο, αδελφός του Βήλου ή του Αγήνορα, βασιλιάς της Τύρου και ιερέας του Ηρακλή, θείος του Πυγμαλίωνα και της Διδώς, την οποία και έκανε σύζυγό του. Αναφέρεται και με το όνομα Συκχαίος. Ο Πυγμαλίων τον δολοφόνησε, γιατί… …   Dictionary of Greek

  • Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… …   Dictionary of Greek

  • Ψυχάρης, Γιάννης — (Οδησσός 1854 – Παρίσι 1929). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά τις πρώτες εγκύκλιες σπουδές στη γενέτειρά του και στην Κωνσταντινούπολη, συνέχισε τα γυμνασιακά του μαθήματα στη Μασσαλία, σπούδασε αρχαία ελληνική, λατινική και γαλλική φιλολογία στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”